ρεβοκατορία

ρεβοκατορία
και ῥεουκατορία και ῥεουοκατορία, ἡ, ΜΑ
έγγραφο ανακλήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Revocatoria, θηλ. τού επιθ. revocatorius «ανακλητικός» (< revoco «ανακαλώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρεουοκατορία — και ῥεουκατορία, ἡ, Α βλ. ῥεβοκατορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”